- ταμίον
- και τάμιον, τὸ, Αβλ. ταμείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταμείο — Στην οικονομία είναι το σύνολο των διαθέσιμων ρευστών, κυρίως σε μια επιχείρηση. Η συνήθεια να διατηρούνται μεταλλικά νομίσματα ή χαρτονομίσματα στο τ. ή καλύτερα σε ένα χρηματοκιβώτιο είχε σιγά σιγά ως συνέπεια να χαρακτηρίζεται ως τ. η έννοια… … Dictionary of Greek
ταμιούχος — ὁ, ἡ, ΜΑ οικονόμος σπιτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταμῖον / ταμεῖον + οῦχος* (< ἔχω)] … Dictionary of Greek